- εναποθησαυρίζω
- ἐναποθησαυρίζω (Α)αποθησαυρίζω σ' έναν τόπο, αποταμιεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναποθησαυριζόμενον — ἐναποθησαυρίζω store up in pres part mp masc acc sg ἐναποθησαυρίζω store up in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθησαυρίζεται — ἐναποθησαυρίζω store up in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθησαυρίζων — ἐναποθησαυρίζω store up in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)